- ἐντελλόμενος
- ἐντέλλωenjoinaor part mid masc nom sgἐντέλλωenjoinpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαναγνωστικός — ἐπαναγνωστικός, ή, όν (Μ) ο εκ νέου εντελλόμενος, αυτός που δίνει νέα εντολή, νέα διαταγή … Dictionary of Greek